Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταλλουργία
1 εγγραφή
μεταλλουργία η [metalurjía] Ο25 : το σύνολο των εργασιών, των τεχνικών εγκαταστάσεων ή των οικονομικών επιχειρήσεων που αφορούν την παραγωγή και την κατεργασία των μετάλλων: Εργοστάσιο / προϊόντα μεταλλουργίας. Aνάπτυξη / παρακμή της μεταλλουργίας. H ελληνική ~.

[λόγ. < γαλλ. métallurgie < νλατ. metallurgia < ελνστ. μεταλλουργ(ῶ) `εργάζομαι ως μεταλλουργός΄ -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες