Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταλλείο
3 εγγραφές [1 - 3]
μεταλλείο το [metalío] Ο39 : ορυχείο που περιέχει μετάλλευμα: Εκμετάλλευση / στοές ενός μεταλλείου. || ~ χρυσού / αργύρου, που το μετάλλευμά του περιέχει χρυσό, άργυρο.

[λόγ. εν. < αρχ. μεταλλεῖα τά, εν. κατά το γαλλ. la mine]

μεταλλειολογία η [metaliolojía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των μεταλλευμάτων και την εκμετάλλευσή τους. || το σχετικό επιστημονικό βιβλίο.

[λόγ. μεταλλεί(ον) -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. minéra logie]

μεταλλειολόγος ο [metaliolóγos] Ο18 θηλ. μεταλλειολόγος [metalio lóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη μεταλλειολογία.

[λόγ. μεταλλεί(ον) -ο- + -λόγος μτφρδ. γαλλ. minéralogiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες