Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταλλαγή
1 εγγραφή
μεταλλαγή η [metalají] Ο29 : 1. μεταβολή, μετατροπή ενός πράγματος σε κτ. άλλο: Οι εγχειρήσεις στον εγκέφαλο έχουν ως στόχο τη ~ της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Ψυχική ~. || (ηλεκτρολ.) ~ συχνότητας. 2. μετάλλαξη.

[λόγ. < αρχ. μεταλλαγή `ανταλλαγή΄ σημδ. γαλλ. ή αγγλ. trans mutation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες