Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετακινώ [metakinó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. αλλάζω τη θέση, βάζω κπ. ή κτ. σε άλλη θέση· μετατοπίζω: Mετακινούν συχνά τα έπιπλά τους προκαλώντας έτσι ενοχλητικούς θορύβους. Mη μετακινείτε τον ασθενή χωρίς λόγο. ΦΡ ~ κπ. από τις σκέψεις / από τις απόψεις του, τον κάνω να τις αλλάξει. β. αλλάζω θέση, μετατοπίζομαι: Λόφοι που σχηματίζονται από μετακινούμενη άμμο. Mη μετακινείσθε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. 2. (παθ., για πρόσ.) α. πηγαίνω από ένα σημείο σε άλλο: Πώς μετακινείσαι μέσα στην πόλη, αφού δεν έχεις αυτοκίνητο; β. (για σύνολο προσώπων) μεταναστεύω: Πληθυσμοί που μετακινήθηκαν από τις πεδιάδες προς τις ορεινές περιοχές.
[λόγ. < αρχ. μετακινῶ]