Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταθετός -ή -ό [metaθetós] Ε1 : (για πρόσ.) που είναι δυνατό να τον μεταθέσουν. ANT αμετάθετος. || (ως ουσ.) το μεταθετό, η νόμιμη δυνατότη τα μετάθεσης ενός προσώπου, συνήθ. υπαλλήλου.
[λόγ. μετα(τίθημι) (= μεταθέτω) + θετός αρχ. ρηματ. επίθ. του ρ. τίθημι μτφρδ. γερμ. Versetz barkeit ή γαλλ. amovible, amovibilité]