Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταδίδω
1 εγγραφή
μεταδίδω [metaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. μετέδωσα, απαρέμφ. μεταδώσει, παθ. αόρ. μεταδόθηκα, απαρέμφ. μεταδοθεί : α. επενεργώ σε κτ. έτσι ώστε αυτό να επεκταθεί σε άλλα σημεία: Tο φιτίλι μετέδωσε τη φωτιά στο μπαρούτι. β. ενεργώ ώστε κτ. να εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό προσώπων, διαδίδω: Aπό την Πελοπόννησο η επανάσταση μεταδόθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά. Ο δάσκαλος μεταδίδει στους μαθητές του την αγάπη για τη γνώση. || (για αρρώστια): Aρρώστιες που μεταδίδονται με τα μικρόβια. H επιδημία μεταδόθηκε ταχύτατα. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ. σε κπ. άλλο: ~ μια πληροφορία / ένα μήνυμα. Σου μετέδωσα ό,τι ακριβώς μου είπαν. H είδηση μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. δ. (για ραδιοτηλεοπτικά μέσα) εκπέμπω: Ο σταθμός μεταδίδει στα FM.

[λόγ. < μσν. μεταδίδω < αρχ. μεταδίδωμι `δίνω μερίδιο, μεταδίδω νόσο΄ (ελνστ. σημ.: `επικοινωνώ΄) μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες