Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταβιβάσιμος -η -ο [metavivásimos] Ε5 : (νομ.) που επιτρέπεται να μεταβιβαστεί σε άλλο πρόσωπο. ANT αμεταβίβαστος: Mεταβιβάσιμο δικαίωμα. Mεταβιβάσιμη αξίωση.
[λόγ. μεταβιβα- (μεταβιβάζω) -σιμος μτφρδ. γαλλ. transférable]