Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταβιβάσιμος
1 εγγραφή
μεταβιβάσιμος -η -ο [metavivásimos] Ε5 : (νομ.) που επιτρέπεται να μεταβιβαστεί σε άλλο πρόσωπο. ANT αμεταβίβαστος: Mεταβιβάσιμο δικαίωμα. Mεταβιβάσιμη αξίωση.

[λόγ. μεταβιβα- (μεταβιβάζω) -σιμος μτφρδ. γαλλ. transférable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες