Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταβαίνω [metavéno] Ρ πρτ. μετέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. μετέβη, μετέβησαν, απαρέμφ. μεταβεί : (λόγ.) 1. πηγαίνω κάπου: Ο πρωθυπουργός μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να εγκαινιάσει τη διεθνή έκθεση. || (γραμμ.): Aντικείμενο είναι η λέξη στην οποία μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου. 2. (σπάν.) εξελίσσομαι ή γίνομαι διαφορετικός.
[λόγ. < αρχ. μεταβαίνω `περνάω πέρα΄]