Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετέωρος -η -ο [metéoros] Ε5 : 1. που αιωρείται. || (ως ουσ.) το μετέωρο*. 2. (μτφ., για πρόσ.) διστακτικός, αναποφάσιστος: Έμεινε ~ μην μπορώντας να πει ούτε ναι ούτε όχι.
[λόγ. < αρχ. μετέωρος]
- μετεωροσκοπείο το [meteoroskopío] Ο39 : επιστημονικό ίδρυμα που ασχολείται με μετεωρολογικές έρευνες.
[λόγ. < ελνστ. μετεωροσκόπ(ος) `που παρατηρεί τα άστρα΄ -είον]



