Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετέρχομαι [metérxome] Ρ αόρ. μετήλθα, απαρέμφ. μετέλθει : (λόγ.) 1. (για μέθοδο, τρόπο, μέσο) χρησιμοποιώ: Mετήλθε κάθε μέσο για να τον πείσει. 2. ασκώ ένα επάγγελμα ή μια τέχνη.
[λόγ. < αρχ. μετέρχομαι `ακολουθώ, προσέχω κτ.΄]