Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετάλλευμα
1 εγγραφή
μετάλλευμα το [metálevma] Ο49 : κάθε ορυκτό που περιέχει ένα ή περισσότερα χρήσιμα μέταλλα σε εκμεταλλεύσιμη ποσότητα: ~ σιδήρου / χαλκού / αργύρου…, που περιέχει κυρίως σίδηρο, χαλκό, άργυρο… Yπέδαφος πλούσιο σε μεταλλεύματα.

[λόγ. < ελνστ. ρ. μεταλλεύ(ω) `παίρνω υλικό από εκμετάλλευση ορυχείου΄ -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες