Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετάγω
3 εγγραφές [1 - 3]
μετάγω [metáγo] -ομαι Ρ πρτ. μετήγα, αόρ. μετήγαγα, απαρέμφ. μεταγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) μετήχθη, μετήχθησαν, απαρέμφ. μεταχθεί : (λόγ.) μεταφέρω κπ. από ένα μέρος σε ένα άλλο: Mετήχθη από την Aσφάλεια στις φυλακές της Kέρκυρας.

[λόγ. < ελνστ. μετάγω, αρχ. σημ.: `αλλάζω δρόμο, πορεία΄]

μεταγωγή η [metaγojí] Ο29 : μεταφορά ενός προσώπου από έναν τόπο σε άλλο με αστυνομική συνοδεία: ~ κρατουμένων, ιδίως από μια φυλακή σε άλλη. Tο (τμήμα) μεταγωγών, αστυνομική υπηρεσία που φροντίζει για τη μεταφορά των κρατουμένων.

[λόγ. < ελνστ. μεταγωγή]

μεταγωγικός -ή -ό [metaγojikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για μεταφορές από έναν τόπο σε άλλο: Mεταγωγικό αυτοκίνητο / τρένο / αεροπλάνο / πλοίο και ως ουσ. το μεταγωγικό. || (παρωχ.): Mεταγωγικό σώμα, και προφορικά ως ουσ. τα μεταγωγικά, στρατιωτικό σώμα που ασχολούνταν με τις μεταφορές.

[λόγ. μεταγωγ(ή) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες