Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσσιανικός -ή -ό [mesianikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μεσσιανισμό: Mεσσιανικές αντιλήψεις. Πίστη στη μεσσιανική αποστολή ενός ηγέτη.
[λόγ. < γαλλ. messianique < messian(isme) = μεσσιαν(ισμός) -ique = -ικός]