Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοχώρι
1 εγγραφή
μεσοχώρι το [mesoxóri] & μισοχώρι το [misoxóri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το κέντρο του χωριού.

[μεσο- 1, μισο- 1 + χωρ(ιό) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες