Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοφόρι
1 εγγραφή
μεσοφόρι το [mesofóri] & μισοφόρι το [misofóri] Ο44 : γυναικείο ρούχο, συνήθ. όμοιο με φούστα, που το φορούν κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα: Είναι κολλημένος στο ~ κάποιας, είναι ερωτευμένος με κάποια και επηρεάζεται πολύ από αυτήν.

[μεσο- 1, μισο- 1 + φορ(ώ) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες