Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσουρανώ [mesuranó] Ρ10.9α : 1. για ουράνιο σώμα που βρίσκεται στον ουράνιο μεσημβρινό του τόπου από τον οποίο το παρατηρούμε: Mεσουρανεί το φεγγάρι / ένα άστρο. Ο ήλιος μεσουρανούσε, και η ζέστη ήταν ανυπόφορη. 2. (μτφ.) βρίσκομαι στο ανώτατο σημείο από άποψη δράσης, ακμής, επιτυχίας κτλ., με συνέπεια τη μεγάλη φήμη ή δόξα: Kατά την εποχή που μεσουρανούσαν οι Mπιτλς. ΦΡ μεσουρανεί το άστρο* κάποιου.
[λόγ. < αρχ. μεσουρανῶ]