Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσοσπονδύλιος -α -ο [mesosponδílios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο σπονδύλους: ~ δίσκος. Mεσοσπονδύλια άρθρωση.
[λόγ. μεσο- 1 + σπόνδυλ(ος) -ιος μτφρδ. γαλλ. intervertébrale]