Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοπρόθεσμος
1 εγγραφή
μεσοπρόθεσμος -η -ο [mesopróθezmos] Ε5 : που έχει μέση χρονική διάρκεια, που λήγει ύστερα από σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα: Mεσοπρόθεσμα δάνεια / συμφέροντα. μεσοπρόθεσμα & (λόγ.) μεσοπροθέσμως ΕΠIΡΡ: Tα μέτρα που πάρθηκαν θα τονώσουν ~ μόνο την αγορά.

[λόγ. μεσο- 1 + προθεσμ(ία) -ος· λόγ. μεσοπρόθεσμ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες