Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοπαθητικός
1 εγγραφή
μεσοπαθητικός -ή -ό [mesopaθitikós] Ε1 : (γλωσσ.) για ρήματα που δηλώνουν, με τον ίδιο γραμματικό τύπο, μέση και παθητική διάθεση.

[λόγ. μέσ(ος) -ο- + παθητικός μτφρδ. γαλλ. médio-passif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες