Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσολαβή η [mesolaví] Ο29 : (γυμν.) στήριξη των παλαμών στη μέση: Σε στάση μεσολαβής.
[λόγ. μέσ(η) -ο- + λαβή]
- μεσολάβηση η [mesolávisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεσολαβώ. 1α. παρέμβαση κάποιου μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με στόχο να βελτιώσει τις σχέσεις τους ή να επιλύσει τις διαφορές τους: H ~ ενός κοινού φίλου / ενός αμερόληπτου προσώπου. Επιτυχής / άκαρπη ~. Έγινε ειρήνη με τη ~ μιας ουδέτερης χώρας. β. παρέμβαση κάποιου μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με στόχο την επίτευξη ενός σκοπού: Mε τη ~ του φίλου του κατάφερε να συναντήσει τον υπουργό. 2α. η παρεμβολή ανάμεσα σε δύο τοπικά σημεία. β. η παρεμβολή ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία: H ~ ορισμένου χρονικού διαστήματος. γ. το να συμβαίνει κτ. πριν από κτ. άλλο: H ~ ενός έκτακτου περιστατικού εμπόδισε την αναχώρηση.
[λόγ. < μσν. μεσολάβη(σις) `άπραγμα στη μέση΄ -ση < μεσολαβη- (μεσολαβώ) -σις κατά τη σημ. της λ. μεσολαβητής και του γαλλ. médiation]
- μεσολαβητής ο [mesolavitís] Ο7 θηλ. μεσολαβήτρια [mesolavítria] Ο27 : αυτός που μεσολαβεί, που παρεμβαίνει για να γίνει κτ., για να επιτευχθεί κάποιος σκοπός: Ορίζεται κάποιος ως ~ με συναίνεση των δύο μερών. Ο ~ του ΟHΕ στην ελληνοτουρκική διένεξη.
[λόγ. μεσολαβη- (μεσολαβώ) -τής μτφρδ. υστλατ. mediator· λόγ. μεσολαβη(τής) -τρια]
- μεσολαβητικός -ή -ό [mesolavitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεσολάβηση, την παρέμβαση κάποιου ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες: Οι μεσολαβητικές προσπάθειες απέτυχαν κι ο πόλεμος συνεχίστηκε.
μεσολαβητικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί κάποιος ~. [λόγ. μεσολαβητ(ής) -ικός]