Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοκυττάριος
1 εγγραφή
μεσοκυττάριος -α -ο [mesokitários] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται ανάμεσα στα κύτταρα των ιστών: ~ χώρος. Mεσοκυττάρια ουσία.

[λόγ. μεσο- 1 + κύτταρ(ον) -ιος μτφρδ. γαλλ. intercellulaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες