Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοκάρπιο
1 εγγραφή
μεσοκάρπιο το [mesokárpio] Ο40 : το κεντρικό τμήμα του καρπού του χε ριού.

[λόγ. μεσο- 1 + καρπ(ός) 2 -ιον κατά το μετακάρπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες