Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσογονάτιο το [mesoγonátio] Ο40 : το τμήμα του βλαστού των φυτών που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικά γόνατα.
[λόγ. < ελνστ. μεσογονάτιον `απόσταση ανάμεσα σε δύο γόνατα΄]