Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοβέζικος
1 εγγραφή
μεσοβέζικος -η -ο [mesovézikos] Ε5 : που είναι μέτριος ποιοτικά, που εμπεριέχει αναβολή, υπεκφυγή, αοριστολογία, ασάφεια κτλ. και επομένως δεν είναι σαφής, οριστικός ή ριζικός: Mεσοβέζικη απάντηση / λύση / πολιτική / κατάσταση. Λύσεις μεσοβέζικες που αδυνατούν να δώσουν την οριστική απάντηση στο πρόβλημα. μεσοβέζικα ΕΠIΡΡ: Aπάντησε ~ και με θύμωσε.

[τουρκ. müşevv(eş) `ασαφής, συγκεχυμένος΄ (από τα αραβ.) -έζικος < -έζ(ος) -ικος με παρετυμ. μεσο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες