Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσοβέζικος -η -ο [mesovézikos] Ε5 : που είναι μέτριος ποιοτικά, που εμπεριέχει αναβολή, υπεκφυγή, αοριστολογία, ασάφεια κτλ. και επομένως δεν είναι σαφής, οριστικός ή ριζικός: Mεσοβέζικη απάντηση / λύση / πολιτική / κατάσταση. Λύσεις μεσοβέζικες που αδυνατούν να δώσουν την οριστική απάντηση στο πρόβλημα.
μεσοβέζικα ΕΠIΡΡ: Aπάντησε ~ και με θύμωσε. [τουρκ. müşevv(eş) `ασαφής, συγκεχυμένος΄ (από τα αραβ.) -έζικος < -έζ(ος) -ικος με παρετυμ. μεσο-]