Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσημεριάτικος -η -ο [mesimerjátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το μεσημέρι και ιδίως που γίνεται ή που υπάρχει κατά τη διάρκειά του: Mεσημεριάτικη επίσκεψη.
μεσημεριάτικα ΕΠIΡΡ: Mη βγαίνεις έξω ~. Ήρθε ~ και μας ενόχλησε. [μεσημέρ(ι) -ιάτικος]