Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσημεριάτικος
1 εγγραφή
μεσημεριάτικος -η -ο [mesimerjátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το μεσημέρι και ιδίως που γίνεται ή που υπάρχει κατά τη διάρκειά του: Mεσημεριάτικη επίσκεψη. μεσημεριάτικα ΕΠIΡΡ: Mη βγαίνεις έξω ~. Ήρθε ~ και μας ενόχλησε.

[μεσημέρ(ι) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες