Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσαιωνισμός
1 εγγραφή
μεσαιωνισμός ο [meseonizmós] Ο17 : οπισθοδρομική ή απάνθρωπη συμπεριφορά.

[λόγ. μεσαιων(ικός) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες