Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσήλικος -η -ο [mesílikos] Ε5 : που είναι πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου. || (ως ουσ.) ο μεσήλικος, θηλ. μεσήλικη: Οι μεσήλικοι πρέπει να υποβάλλονται συχνά σε ιατρικές εξετάσεις.
[λόγ. μεταπλ. του μεσήλιξ κατά το ενήλικας - ενήλικος]