Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσήλικος
1 εγγραφή
μεσήλικος -η -ο [mesílikos] Ε5 : που είναι πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου. || (ως ουσ.) ο μεσήλικος, θηλ. μεσήλικη: Οι μεσήλικοι πρέπει να υποβάλλονται συχνά σε ιατρικές εξετάσεις.

[λόγ. μεταπλ. του μεσήλιξ κατά το ενήλικας - ενήλικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες