Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μερσεριζέ [merserizé] Ε (άκλ.) : (για βαμβακερό νήμα ή ύφασμα) που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία ώστε να είναι λαμπερό: Tο ~ ύφασμα. Ένα ~ μπλουζάκι. || (ως ουσ.): Έχει πολλά ~ στην ντουλάπα της.
[λόγ. < γαλλ. mercerisé < ανθρωπων. Mercer (Άγγλος χημικός)]