Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεροκάματο
1 εγγραφή
μεροκάματο το [merokámato] Ο41 : α. η μισθωτή εργασία μιας ημέρας: Είναι άνεργος και ψάχνει για κανένα ~. β. ημερομίσθιο: Έλειψε αδικαιο λόγητα από τη δουλειά κι έχασε έτσι το ~. Tο αφεντικό τού χρωστάει δέ κα μεροκάματα. (έκφρ.) ~ πείνας*. το ~ του τρόμου*. έχω κπ. με το ~, για κπ. που συχνάζει κάπου: Mε το ~ σ΄ έχουν και είσαι συνεχώς στο σπί τι της; γ. ανθρωποημέρα: Δουλειά που, για να τελειώσει, χρειάζεται πενήντα μεροκάματα.

[μσν. ημεροκάματον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ημέρ(α) -ο- + κάμα τ(ος) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες