Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεροδούλι
1 εγγραφή
μεροδούλι το [meroδúli] Ο44α : κυρίως στην έκφραση ~ μεροφάι, για μεροκάματο τόσο χαμηλό, που μόλις καλύπτει τα καθημερινά έξοδα. || (λογοτ., λαϊκότρ.) το μεροκάματο.

[μέρ(α) -ο- + δουλ(ειά) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες