Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερισμός
1 εγγραφή
μερισμός ο [merizmós] Ο17 : 1. διαίρεση ενός αριθμού σε τμήματα με βά ση ορισμένη αναλογία: Προβλήματα μερισμού. 2. επιμερισμός: ~ των καθηκόντων.

[λόγ. < αρχ. μερισμός (μερίζω) `διαίρεση΄ σημδ. γαλλ. par tage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες