Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μερινός το [merinós] Ο (άκλ.) : 1. ποικιλία προβάτου που έχει πυκνό, λευκό και λεπτό τρίχωμα εκλεκτής ποιότητας. 2. νήμα ή ύφασμα που κατασκευάζεται από το μαλλί αυτών των προβάτων. || (ως επίθ.): Mαλλί ~.
[λόγ. < γαλλ. mérinos < ισπαν. merinos]