Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεριάζω
1 εγγραφή
μεριάζω [merjázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) παραμερίζω: Mέριασε να περάσω, βρε.

[μερι(ά) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες