Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεραρχία
1 εγγραφή
μεραρχία η [merarxía] Ο25 : (στρατ.) στρατιωτική μονάδα του στρατού ξηράς, μικρότερη από το σώμα και μεγαλύτερη από την ταξιαρχία, που διαθέτει μονάδες διάφορων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, έχει στρατηγική αυτοτέλεια και διοικείται συνήθ. από υποστράτηγο: Διοικητής / επιτελείο της μεραρχίας. Mηχανοκίνητη / τεθωρακισμένη ~. Δύο τουλάχιστον μεραρχίες αποτελούν ένα σώμα στρατού.

[λόγ. < ελνστ. μεραρχία `σώμα δύο χιλιαρχιών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες