Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερακλίδικος
1 εγγραφή
μερακλίδικος -η -ο [meraklíδikos] Ε5 : που έχει σχέση με το μερακλή: ~ ελληνικός καφές. Mερακλίδικα τραγούδια. μερακλίδικα ΕΠIΡΡ.

[μερα κλ(ής) -ίδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες