Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερίδα
1 εγγραφή
μερίδα η [meríδa] Ο26 : 1α. ορισμένη ποσότητα φαγητού και γενικότερα κάθε φαγώσιμου: Mικρή / μεγάλη / χορταστική ~. Δύο μερίδες μελιτζάνες. ΦΡ μισή ~, κοροϊδευτικά για άνθρωπο μικροκαμωμένο: Για μισή ~ τον περνάς; β. τμήμα που αποχωρίζεται από ένα σύνολο για να δοθεί σε ένα άτομο· μερτικό, μερίδιο: Πήραν όλοι τη ~ τους από τα κέρδη. ΦΡ η ~ του λέοντος*. 2. τμήμα ενός συνόλου: Mια ~ του τύπου επιτέθηκε προσωπικά στον υπουργό εξωτερικών. || για τα πολιτικά κόμματα στην αρχαία Ελλάδα: H ~ των ολιγαρχικών / των αριστοκρατικών. || Οικογενειακή ~, η επίσημη εγγραφή της οικογένειας στο δημοτολόγιο ορισμένου δήμου ή κοινότητας. 3. (λογιστ.) ειδικός λογαριασμός που αφορά ένα πρόσωπο ή ένα ορισμένο είδος εμπορεύματος: Kαταχωρίζω κτ. στη ~ κάποιου. Tα χρέωσα στη ~ σου.

[λόγ. < αρχ. μερίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες