Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μενταγιόν
1 εγγραφή
μενταγιόν το [mendajón] Ο (άκλ.) : κόσμημα που συνήθ. το κρεμούν στο λαιμό με αλυσίδα και αποτελείται: α. από μικρή μεταλλική πλάκα με ανάγλυφη ή χαραγμένη παράσταση: Xρυσό ~ σε σχήμα καρδιάς. β. από θή κη μέσα στην οποία φυλάγεται κτ.: Tης χάρισε ένα ~ με τη φωτογραφία του.

[λόγ. < γαλλ. medaillon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες