Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεμψιμοιρία
1 εγγραφή
μεμψιμοιρία η [mempsimiría] Ο25 : εκδήλωση δυσφορίας συνήθ. για ασήμαντη αφορμή· (πρβ. γκρίνια): Aνέχεται την κατάσταση / υπακούει χωρίς μεμψιμοιρίες.

[λόγ. < αρχ. μεμψιμοιρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες