Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελωδία η [meloδía] Ο25 : 1α. διαδοχή φθόγγων με διαφορετικό ύψος και διαφορετική συνήθ. αξία που εκφράζουν ένα μουσικό νόημα: Ρυθμός, αρμονία και ~ είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της μουσικής. β. μια τέτοια σειρά φθόγγων που έχει ευχάριστο άκουσμα. 2. μουσική σύνθεση συνήθ. με βασικό χαρακτηριστικό τη μελωδία: Παίζει στο πιάνο παλιές / γνωστές μελωδίες.
[λόγ. < αρχ. μελῳδία `χορωδιακό άσμα΄ σημδ. γαλλ. mélodie (στη νέα σημ.) < αρχ. μελῳδία]