Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελομακάρονο
1 εγγραφή
μελομακάρονο το [melomakárono] Ο41 : γλυκό με ωοειδές σχήμα, που είναι φτιαγμένο κυρίως από ζυμάρι και λάδι, περιχυμένο με μέλι και πασπαλισμένο με καρύδι: Πώς να νιώσεις Xριστούγεννα χωρίς γαλοπούλα και μελομακάρονα!

[μέλ(ι) -ο- + μακαρόν(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες