Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελλούμενος
1 εγγραφή
μελλούμενος -η -ο [melúmenos] Ε5 : (λογοτ.) που πρόκειται να γίνει, να συμβεί: Ο ~ χρόνος, το μέλλον. || (ως ουσ.) τα μελλούμενα, τα γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον· τα μέλλοντα.

[μσν. μελλούμενος < μέλλ(ει) -ούμενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες