Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελλοθάνατος ο [meloθánatos] Ο20α θηλ. μελλοθάνατη [meloθánati] Ο32 : αυτός που πρόκειται σύντομα να εκτελεστεί· (πρβ. θανατοποινίτης): Οι μελλοθάνατοι στάθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. || (επέκτ.) για άνθρωπο που πρόκειται σύντομα να πεθάνει.
[λόγ. < ελνστ. μελλοθάνατος `που κοντεύει να πεθάνει΄ σημδ. λατ. moriturus· λόγ. μελλοθάνατ(ος) -η]