Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελισσουργείο
1 εγγραφή
μελισσουργείο το [melisurjío] Ο39 : μελισσοκομείο.

[λόγ. < ελνστ. μελισσουργεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες