Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελισσοτρόφος
1 εγγραφή
μελισσοτρόφος ο [melisotrófos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη μελισσοκομία· μελισσοκόμος.

[λόγ. < αρχ. μελισσοτρόφος (για χώρα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες