Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελικός
1 εγγραφή
μελικός -ή -ό [melikós] Ε1 : (φιλολ.) που έχει σχέση με το μέλος, με τη μελωδία: Mελική ποίηση.

[λόγ. < ελνστ. μελικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες