Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελετητής
1 εγγραφή
μελετητής ο [meletitís] Ο7 : αυτός που ασχολείται με ορισμένη επιστημονική μελέτη· (πρβ. ερευνητής): ~ της νεοελληνικής γλώσσας. Tο θέμα δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σε βάθος από τους ειδικούς μελετητές.

[λόγ. < αρχ. μελετητής `ρήτορας δημηγοριών΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μελέτη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες