Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελανο-
2 εγγραφές [1 - 2]
μελανο- 1 [melano] & μελανό- [melanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μελαν- [melan], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. την ιδιότητα του μαύρου χρώματος· (πρβ. μαυρο-): μελανόστικτος, με μαύρα στίγματα· ~χίτωνας. || (αρχαιολ.) μελανόμορφος· (επιστ.) μελανόγραμμος. 2. (ιατρ.) παθολογική αλλοίωση του χρώματος που φυσιολογικά έχει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μελαναιμία, ~δερμία. || δηλώνει την παρουσία μελανίνης: ~κύτταρο.

[λόγ. < αρχ. μελαν(ο)- θ. του επιθ. μελανό(ς) `μαύρος΄ ως α' συνθ.: αρχ. μελαν-όμματος `μαυρομάτης΄ & διεθ. melano- < αρχ. μελανο-: μελαν-ίνη, μελάν-ωμα < διεθ. melanin, melanoma & μτφρδ.: μελανό-μορφος (δες λ.)]

μελανο- 2 : το ουσ. μελάνη ως α' συνθετικό: ~δοχείο.

[λόγ. θ. της λ. μελάν(η) -ο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες