Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελίσσι
1 εγγραφή
μελίσσι το [melísi] Ο44 : 1α. πλήρης και αυτόνομη κοινωνία μελισσών, συνήθ. τοποθετημένη σε μία κυψέλη: Πουλάει το μέλι που βγάζει από τα μελίσσια του. Στην κουφάλα της ελιάς φώλιασε ένα ~. β. (μτφ.) μεγάλο και θορυβώδες πλήθος ανθρώπων: ~ / σαν το ~ μαζεύτηκε ο κόσμος στην έκθεση βιβλίου. 2. (πληθ.) τόπος όπου είναι τοποθετημένες οι κυψέλες: Πηγαίνει συχνά στα μελίσσια του.

[μσν. μελίσσι < μελίσσιν < ελνστ. μελίσσιον υποκορ. του αρχ. μέλισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες