Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελίγγι το [melíngi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το μηνίγγι.
[μσν. μηλίγγι με τροπή του άτ. [i > e] πριν από [l] < ελνστ. μηνίγγιον με ανομ. [m-n > m-l] υποκορ. του αρχ. μῆνιγξ ἡ]