Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελένιος
1 εγγραφή
μελένιος -α -ο [melénos] Ε4 : (λογοτ.) 1α. που περιέχει μέλι. β. που είναι πολύ γλυκός. 2. (μτφ.) που είναι πολύ ευχάριστος.

[μέλ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες